< ἀπεκκρίνομαι
ἀπεκλανθάνομαι >
ἀπεκλαμβάνω
aceptar en contrata
καὶ αἱ στοαὶ β, ἃ ἐν τῷ καινῷ [βαλ]ανέῳ ἀπεξίλεφεν (
sic
)
PCair.Zen
.664.3.