< ἀπεκκλησιασμός
ἀπεκλαμβάνω >
ἀπεκκρίνομαι
separarse de
,
verterse
(αἵματα) ἀπεκκριθῆναι τῶν σωμάτων
Meth.
Res
.1.20, cf. 22.