< ἀπείλησις
ἀπειλητήρ >
ἀπειλήτειρα
,
-ας, ἡ
amenazadora
ἀ. γενέθλη
Nonn.
Par.Eu.Io
.15.20,
ἰωή
Nonn.
Par.Eu.Io
.2.18,
D
.2.257.