ἀπειλητήρ, -ῆρος, ὁ
1 fanfarrón
ὤ μοι, ἀπειλητῆρες, Ἀχαιΐδες, οὐκέτ' ἈχαιοίIl.7.96.
2 amenazador
μίμνον ἀπειλητῆρεςCall.Del.69
•como adj.
μύωψAP 6.95 (Antiphil.),
δεσμόςNonn.D.4.366.
ὤ μοι, ἀπειλητῆρες, Ἀχαιΐδες, οὐκέτ' ἈχαιοίIl.7.96.
μίμνον ἀπειλητῆρεςCall.Del.69
μύωψAP 6.95 (Antiphil.),
δεσμόςNonn.D.4.366.