< ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυλεῖσθαι· >
ἀπαυθημερίζω
ir
o
volver el mismo día
ἐπὶ τὸ στρατόπεδον
X.
An
.5.2.1,
εἰς ᾍδου
Callisth.Olynth.5.6,
ἐκ Πίσης εἰς Αἴγιναν
Ael.
VH
9.2.