ἀπαυθαδίζομαι
1 tr. atreverse a hacer, realizar osadamente
ὅπερ ᾤμην πλαστικὴν ἀπαυθαδιεῖσθαι μόνηνPhilostr.Im.1.10,
τοιοῦτόν τιPOxy.2182.15 (II d.C.),
σμικρόν τιThem.Or.23.290c,
δειλίαν δὲ οὕτω τῷ ἀνθρώπῳ καὶ καταστροφὴν ἀπαυθαδισαμένηProcop.Goth.4.32.29.
2 intr. ser demasiado osado, descarado, insolente Pl.Ap.37a, Ph.2.441, BGU 195.13, Plu.2.766c, 250b,
μέχρι παντόςI.BI 3.179, Them.Or.10.131d, 135a.