< ἀπαραναγνώστως
ἀπαρανόχλητος >
ἀπαράνοικτος
,
-ον
no abierto
,
cerrado
πύλη
de la virginidad de María
, Rom.Mel.1.
θʹ
.52,
τὰ ... κλεῖθρα
Chrys.M.59.530.