< ἀπαράνοικτος
†ἀπαράντινα· >
ἀπαρανόχλητος
,
-ον
no molestado
ἀπαρανοχλήτους ἡμᾶς φυλάξαι
SB
7462.18 (I d.C.), cf.
PLeit
.4.13, 8.13, 13.24.