< ἀπαράμιλλος
ἀπαραμύθητος >
ἀπαράμονος
,
-ον
que no dura
,
que no permanece
ἀγαθόν
Secund.
Sent
.8,
κτῆμα
Secund.
Sent
.9,
κτήσεις
Vett.Val.39.30.