< ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος >
ἀπαράμιλλος
,
-ον
sin rival
στρατιώτης
Tz.Comm
.Ar.3.1121.4, cf. Tz.
Alleg.Il
.41,
σύνεσις
An.Boiss
.1.274.