ἀπαρτία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hippon.112
• Grafía: koiné y tard. graf. -ήα, -εία


I 1menaje, ajuar ἀκήρατον δὲ τὴν ἀ. ἔχει Hippon.l.c., cf. Thphr. en Poll.10.19
ἀνεζεύγνυσαν ... σὺν τῇ ἀπαρτίᾳ αὐτῶν partieron con sus bagajes o impedimenta del pueblo de Israel en éxodo, LXX Ex.40.36, cf. Nu.10.12.

2 botín esp. de ganado πᾶσαν τὴν ἀπαρτίαν προνομεύσεις σεαυτῷ LXX De.20.14, καμήλους καὶ ὄνους καὶ ἡμιόνους εἰς τὴν ἀ. αὐτῶν LXX Iu.2.17
incluyendo tb. cautivos, LXX Nu.31.17.

II subasta ἀπαρτίαν προέγραψε sacó a subasta Plu.Cic.27, cf. 2.205c, ἀπὸ τῆς ἀπαρτείας BGU 1917.2 (III a.C.), ἐξ ἧς ἐποιή]σατο ἀπαρτήας PStras.79.3 (I a.C.), ἀγορ[άζειν τι ἐ]ξ ἀπαρτείας PGnom.241, cf. Poll.10.19.

III 1marcha, partida Cosm.Ind.Top.5.30.

2 ἀπαρτίαν· μετάβασιν, ἀποσκευήν, τέλος, ἀπαρτισμόν Hsch.