ἀπαρτιζόντως
adv. sobre part. pres. de ἀπαρτίζω q.u., cf. ἀπηρτισμένως
1 completamente
λόγος κατὰ ἀνάλυσιν ἀ. ἐκφερόμενοςAntip.Stoic.3.247, cf. Alex.Aphr.in Top.42.27, 43.1,
οὐδενὸς αὐτοῦ (τοῦ χρόνου) τῶν μερῶν ὑπάρχοντος ἀ.Apollod.Stoic.3.260.
2 mat. en la división de manera exacta, sin resto
ὅταν ὁ μείζων ὅρος καταμετρήται ὑπὸ τοῦ ἐλάττονος ἀ.Theo Sm.p.76.