ἀπαραίτητος, -ον


I 1inexorable, inmisericorde, severo δαίμων Lys.2.78, θεοί Pl.Lg.907b, τᾶν Ἀπαραιτήτων Θέαν IG 12(2).484.13 (Lesbos), Δίκη Trag.Adesp.495, D.25.11, ἀνάγκη Epicur.Ep.[4] 134.4, δικασταί Lycurg.2, τιμωρίαι Din.1.23, κολάσεις Ti.Locr.104d, cf. Plu.Alex.57, κατηγορία Plb.12.12.6, νόμος I.Ap.2.215, ὀργή Plb.1.82.9, ἔνδεια LXX Sap.16.4, ὄμβροις διωκόμενοι ἀπαραιτήτοις LXX Sap.16.16, περὶ τοὺς καταλόγους τῶν στρατευομένων ἀ. ἦν Plu.Pyrrh.16, τὸ ἀ. ... πρὸς τοὺς πονηρούς Plu.Publ.3.

2 fatal, desesperado βουλεύεσθαί τι ... ἀ. Plb.4.24.6, ἁμαρτία Plb.33.10.5.

II 1a lo que uno no puede negarse, irresistible ἴυγξ atractivo irresistible Hld.4.15.2, προθυμία Orib.Ec.56
que no puede ser desoído, que debe ser atendido, ineludible ἱκέτευμα Plu.2.950f, πορεία Plu.2.113c, χρεία POxy.2727.10 (III/IV d.C.), 900.12 (IV d.C.), σιτοπομπία PMasp.30A.2, ἀποτείσει ... ἱερὰς καὶ ἀ. δραχμάς TAM 3.633.9 (I d.C.)
subst. τὸ ἀ. τῆς [συ]γκομιδῆς PFlor.6.11 (III d.C.).

2 indispensable ὅτι τοῦτο τῶν ὄψων μόνον ἀ. ἐστίν Plu.2.668f, ἀριθμός Philostr.VA 3.30.

III desoido μή οὖν ἀ. γένηται ἡ αἴτησις PMasp.84.3 (VI d.C.).

IV adv. -ως

1 inexorablemente ὠμῶς καὶ ἀ. Th.3.84, ζημιωθήσεται OGI 669.39 (Egipto I d.C.), πρὸς ἐκείνους ἔχειν ἀ. Plb.21.31.15
obstinadamente Sor.81.12.

2 inevitablemente ὅπως θεωρήσῃ ἀ. PMag.13.750.