< ἀπαραιρημένος
ἀπαραίτητος >
ἀπαραιτητικόν
,
-οῦ, τό
inexorabilidad
οὔτε τῷ ... ἀ[παραιτη]τικῷ χ[ρ]ώμ[εθ]α
Epicur.
Fr
.[34] 25.33.