< ἀπακμή
ἀπακοντίζω >
ἀπακονάω
afilar
,
aguzar
ἄκραι ... ἀπηκονημέναι
I.
AI
6.108
•
fig.
τὴν γλῶτταν καθάπερ μάχαιραν
Porph.
Chr
.31.