< ἀπαιωρίζω
ἀπακονάω >
ἀπακμή
,
-ῆς, ἡ
declive
,
decadencia
κατὰ τὴν ἀπακμὴν τὰ μεγαλοφυῆ παρατρέπεται
Longin.9.14.