< †ἀπαιάζει·
ἀπαιδαγώγητος >
ἀπαιγειρόομαι
convertirse en álamo
τὰς Ἡλιάδας τὰς ἀπαιγειρουμένας περὶ τὸν Ἠριδανόν
Str.5.1.9.