< ἀπαθανατισμός
ἀπάθεια >
ἀπαθανατόω
hacer inmortal
τοὺς ὄνους
Oenom.12 (p.376),
(τὸ βάπτισμα) τὸ γενόμενον ἐν ἀληθείᾳ ἀπαθανατοῖ ... ἡμᾶς
Didym.
Trin
.39.716A.