ἀολλίζω
1 act. reunir c. compl. dir. de pers. o colect.
γεραιάςIl.6.270, 287,
τὸν ὄχλονPherecyd.11,
φάλαγγαςB.15.42,
ἑτάρουςA.R.1.863,
λαόνNonn.D.17.94
•c. compl. dir. de cosa
ὄλβονAP 9.649 (Maced.),
βάκχον ... τὸν περιλειπόμενονel vino restante, AP 9.772 (Phocas).
2 en v. med.-pas. reunirse
ἐπεὶ δὴ πάντες ἀολλίσθησαν ἈχαιοίIl.19.54, cf. 15.588,
ὁππότ' ἐς Ὠκεανόν τε καὶ ἐς Τιτηνίδα Τηθὺν νῆσον ἀολλίζονταιCall.Del.18,
Τελχῖνες ... ἀολλίζοντοNonn.D.14.37.