ἀνύσιμος, -ον


I 1eficaz θύειν ... ἀνυσιμώτατον πρὸς τὸν εὐδαίμονα βίον Pl.Lg.716d, εἰς τὸ πειθομένους ἔχειν οὐδὲν εἶναι ἀνυσιμώτερον X.Cyr.1.6.22, cf. Aret.CA 1.10.14, οὐδὲν ἀνυσιμώτερον Ἀφροδίτης Aristaenet.1.15.1, τῇ ψυχῇ Iul.Or.8.178a, cf. Luc.Cal.16, λόγος D.Chr.39.8, τὸ πειθήνιον Plu.2.442c.

2 realizable de una tarea, I.BI 5.189, cf. Serapio en Cat.Cod.Astr.1.100, BGU 984.15 (IV d.C.)
que no se puede recorrer στάδια Porph.VP 27.

II adv. -ως eficazmente ἀ. ἔρχεται ἐπὶ τὰς μαθήσεις Pl.Tht.144b, cf. Alex.Aphr.in SE 164.33
sup. -ώτατα, ἀ. μεταστραφήσεται Pl.R.518d.