ἀνύπους, -οδος
adj.
ἀνύποδας· ταχύποδας. ἀπὸ τοῦ τοῖς ποσίν ἀνύεινHsch. (quizá por lectura errónea de Ἐρινῦς τανύποδας S.Ai.837).
ἀνύποδας· ταχύποδας. ἀπὸ τοῦ τοῖς ποσίν ἀνύεινHsch. (quizá por lectura errónea de Ἐρινῦς τανύποδας S.Ai.837).