ἀνύπουλος, -ον
I no simulado
στοργῆς ἀνυπούλου γνωρίσματαseñales de amor auténtico Nil.M.79.484B, cf.
ἀνύπουλος· ἀνύποπτοςHsch.
•neutr. subst.
τὸ τοῦ συνειδότος ἀψευδὲς καὶ ἀνύπουλονPh.2.435
•que no tiene segunda intención
γνώμηChor.Decl.4.53.
II adv. -ως genuinamente
εἴ γε ἀ. καὶ καθαρῶς ... ὁμολογοῦσινGeo.Laod.Ep.Dogm. en Epiph.Const.Haer.73.15 (p.288.3).