ἀνόμημα, -ματος, τό
transgresión de la ley, delito Lys. en Phot.p.143R., Chrysipp.Stoic.3.136, LXX Le.17.16, 20.14, Sap.1.9, D.S.17.5,
ᾧ τὸ ἀ. ἐγένετο ὑπὸ τοῦ ἰδίου τέκνουPMag.4.3100 (II d.C.),
νίψον ἀνομήματαSEG 26.1016 (Paros).
ᾧ τὸ ἀ. ἐγένετο ὑπὸ τοῦ ἰδίου τέκνουPMag.4.3100 (II d.C.),
νίψον ἀνομήματαSEG 26.1016 (Paros).