ἀνομία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.1.96
I
ἀνομίᾳ θρασύςintrépido en su impiedad E.IT 215
•pecado LXX Ge.19.15,
ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀνομίαςdel Anticristo, 2Ep.Thess.2.3.
2 injusticia, iniquidad Hdt.l.c., X.Mem.1.2.24, Eu.Matt.7.23, Ep.Rom.6.19
•ilegalidad Isoc.6.64, LXX Ps.5.6,
ἀφορή]τῳ δὲ ἀνομίᾳ [ἐ]ξενεχθέντε[ςUPZ 170A.29, cf. B.27 (II a.C.), PFlor.382.49 (III d.C.), POxy.1121.20 (III d.C.).
II desorden, anarquía, falta de leyes
τὴν ἀνομίαν τε τοῖς νόμοις κατέσβεσενCritias Fr.Trag.19.40,
ἦρξε ... ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημαla enfermedad (la peste) fue origen de un creciente desorden moral Th.2.53,
ἐν πάσῃ ἀναρχίᾳ καὶ ἀνομίᾳ ζῶνPl.R.575a,
βία δὲ ... καὶ ἀνομία τί ἐστιν ...;X.Mem.1.2.44,
εἰς ἀνομίαν τὰ πράγματα δι' αὐτονομίας βαδίζειPlu.2.755b,
ἀνομίᾳ διαιτᾶσθαιIambl.Protr.20 (p.100)
•personif.
Ἀνομία δὲ νόμων κρατεῖE.IA 1095.