ἀνίερος, -ον


I 1no santo, impío θράσος A.A.769, μένος A.Supp.757, cf. A.220, τύχη Trag.Adesp.336b, ἀγών Ph.1.681, ἐπιθυμία Ph.2.235, del demonio, Eus.M.20.1420B, de los judíos ἀ. γενόμενοι Ath.Al.Fug.2.4 (p.69.12).

2 ilegítimo de un hijo καὶ ἀνίερον φήσομεν αὐτὸν παῖδα τῇ πόλει καθιστάναι Pl.R.461b.

II que no recibe víctimas Ἄρης E.Fr.992, ἀνίερος ἀθύτων πελάνων E.Hipp.146.

III adv. -ως sacrilegamente Dion.Ar.M.3.137A.