ἀνιερόω
1 dedicar, consagrar c. ac. de cosa
ὥστε συνέβαινεν ἐν δέκα ἔτεσι κεῖνόν τε ἅπαντα ἔχειν ἅπερ ἀνιέρωσεArist.Oec.1346b5,
τοῦτοSB 7245.3 (III a.C.)
•c. dat.
θεῷ τινιDam.Pr.262
•c. ac. y dat.
ἐπινίκιον ... ΔιοσκόροιςPlu.Cor.3,
τῷ δὲ Διονύσῳ τὴν πίτυνPlu.2.676a,
κηπόταφον ΜαξίμῳSB 9801.2 (III d.C.)
•abs.
ἀνιερώσαντος βασιλέως ΤαρκυνίουD.H.6.95
•en v. pas.
ἀνιερωθήσονται τὰ κτήνη αὐτῶνLXX 1Es.9.4, cf. PTeb.84.10 (II a.C.), SB 9935.27 (II a.C.), BGU 1202.5 (I a.C.),
ᾧ ἡ βοτάνη ἀνιέρωταιPMag.4.2975
•γῆ ἀνιερωμένη tierra consagrada, PTeb.60.10 (II a.C.), SB 5280
•c. ac. de pers.
Ἀντίνοον ... ὡς Γανυμήδην ὁ ΖεύςClem.Al.Prot.4.49.
2 consagrar a las divinidades infernales, maldecir
ἀνιεροῖ Ἀρτεμεὶς Δάματρι, Κούραι, θεοῖς παρὰ Δάματρι πᾶσιSIG 1179 (Cnido).