ἀνήμερος, -ον
1 salvaje de anim.
θῆρεςClearch.32,
ἵπποιAel.NA 15.25, de pers.
πολιῆταιAnacr.1.7,
Χάλυβες ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοιςA.Pr.716,
ἄνθρωποι2Ep.Ti.3.3, cf. Carneisc.16, Arr.Epict.1.3.7, del campesino, Chrysipp.Stoic.3.169,
δεσπόταιPh.1.186
•del carácter
ἦτορOrác. en Didyma 496B.6,
διάθεσιςPhld.Ir.57, 85,
πάθηPh.1.68
•de otros abstr.
ἐκβολήE.Hec.1078,
βίοςPlu.2.86d
•de una reg., A.Eu.14
•subst.
τὸ ἀ. καὶ ἄγριον σβέσαντας τοῦ θυμοῦD.Chr.12.51.
2 adv. -ως salvajemente, bárbaramente
τοὺς ἄλλοις ἀνημέρως χρησαμένουςD.S.13.23,
ὠμῶς τε καὶ ἀ.Cyr.Al.M.71.784B.