< ἀνήμερος
ἀνημερόω >
ἀνημερότης
,
-ητος, ἡ
tosquedad
,
rudeza
καὶ ἀφιλανθρωπία καὶ ἀ. ζημιοῖ πολλά
Phld.
Oec
.68, cf.
Gloss
.2.227.