ἀνέλλειπτος, -ον
• Grafía: graf. ἀνενλ- IG 14.2498 (Nemauso)
1 que no falta
ἀ]νέλ[λιπτο]ς ... πρὸς τὰς ... ὑπερεσία[ςIPr.113.90 (I a.C.).
2 adv. -ως incesantemente, IG l.c.
ἀ]νέλ[λιπτο]ς ... πρὸς τὰς ... ὑπερεσία[ςIPr.113.90 (I a.C.).