< ἀνέλλειπτος
ἀνελληνόστολος >
ἀνελλήνιστος
,
-ον
no griego
τί τέ ἐστιν ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον
S.E.
M
.1.181, cf. Phryn.299,
EM
777.53G.