< ἀνασκαφή
ἀνασκεδάννυμι >
ἀνάσκαφος
,
-ον
maldito
τὸν σταβλίτην παραδ[έ]δ[ω]κ[α] τοῖς ἀνασκάφοις νεωτέροις
POxy
.1854.1 (VI/VII d.C.).