< ἀνάσκαφος
ἀνασκέλισμα· >
ἀνασκεδάννυμι
1
hacer desvanecerse
,
disipar
χροιήν
Hp.
Liqu
.1.
2
dispersar
τοὺς βαρβάρους
Plu.
Pyrrh
.22.