< ἀναρρώομαι
ἀνάρσιος >
ἀνάρρωσις
,
-εως, ἡ
recuperación
τῶν κεκμηκότων
Simp.
in Ph
.5.1, cf. Philum. en Aët.5.127, Hsch.s.u.
ἀναστατήριαι
.