< ἀναρροή
ἀναρροιβδέω >
ἀνάρροια
,
-ας, ἡ
reflujo
θαλάττης
Thphr.
Metaph
.29,
τοῦ ὠκεανοῦ
D.C.68.28.4, cf. Arist.
Mir
.843
a
27, Plu.2.929e.