ἀναρροιβδέω
• Alolema(s): poét. ἀναροιβ-
• Grafía: frec. graf. ἀναρρυβ-
1 absorber de Caribdis
μέλαν ὕδωρOd.12.104, cf. 105, 236, S.Fr.440, Str.1.2.36.
2 arrojar hacia arriba, devolver en v. pas.
ποτὸν εἰς τὰς ῥῖνας ἀναρροιβδεῖταιPaul.Aeg.3.10.
3 resoplar
μηδ' ἀναροιβδήσῃς ῥινοβόλω πατάγῳAP 9.769 (Agath.).