ἀνάπλευσις, -εως, ἡ
1 náusea
μὴ ἀθρόως ἀφέλκειν τοὺς δακτύλους πρὸς τὴν πρώτην ἀνάπλευσινArchig. en Orib.8.1.20.
2 fisura
ὀστέουHp.Coac.234,
ὀστέωνCrit.Hist. en Gal.13.794.
μὴ ἀθρόως ἀφέλκειν τοὺς δακτύλους πρὸς τὴν πρώτην ἀνάπλευσινArchig. en Orib.8.1.20.
ὀστέουHp.Coac.234,
ὀστέωνCrit.Hist. en Gal.13.794.