ἀνάμεστος, -ον
• Alolema(s): fem. ἀνάμεστη Eup.16
lleno de c. gen.
χαρίτωνLyr.Adesp.95,
σφυράδωνEup.l.c.,
τεττίγωνAr.Nu.984,
ἔχθραςD.25.32,
ἰλύοςEpict.Gnom.1,
μανίηςMan.4.82,
ἡδονῆςPhld.Rh.2.266, cf. Piet.74.15,
κηλίδωνPh.1.662,
φθορᾶςPh.1.578,
βοσκημάτωνI.BI 7.246, cf. Eun.VS 454,
πολιτικῆς ... φρονήσεωςSyrian.in Hermog.1.96.5.