< ἀνάμεσος
ἀνάμεστος >
ἀναμεστόομαι
llenarse hasta arriba de
c. gen.
ἡ πόλις ... ὑπογραμματέων ἀνεμεστώθη
Ar.
Ra
.1084
•
abs.
δοχεῖον ἀνεμεστώθη
Luc.
Philopatr
.24.