ἀνάκλητος, -ον
1 convocado, llamado de nuevo S.Fr.1008, Eus.MP 2.3.
2 movilizado de nuevo
τὸ τῶν ἠουοκάτων ... σύστημα, οὓς ἀνακλήτους ἄν τις ἑλληνίσας ... ὀνομάσειενD.C.45.12.3, cf. 55.24.8, 78.5.3.
τὸ τῶν ἠουοκάτων ... σύστημα, οὓς ἀνακλήτους ἄν τις ἑλληνίσας ... ὀνομάσειενD.C.45.12.3, cf. 55.24.8, 78.5.3.