ἀνυστέρητος, -ον
1 que no está falto
ἐκκλησίᾳ θεοῦ ... ἀνυστερήτῳ οὔσῃ παντὸς χαρίσματοςIgn.Sm.proem.,
πάντων τῶν αἰτημάτωνHerm.Mand.9.4.
2 adv. -ως de manera que no está falto Epiph.Const.Haer.77.18.
ἐκκλησίᾳ θεοῦ ... ἀνυστερήτῳ οὔσῃ παντὸς χαρίσματοςIgn.Sm.proem.,
πάντων τῶν αἰτημάτωνHerm.Mand.9.4.