ἀνυστικός, -ή, -όν
efectivo, práctico
τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόνArist.Phgn.813a4,
μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέραPlb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154,
εἶδος διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσινLongin.Rh.p.182
•subst. τὸ ἀνυστικόν:
πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμουD.H.Imit.6.5.p.211.