< ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος >
ἀνυπόπτευτος
,
-ον
que no despierta recelo
τὸ] γὰρ τῶν [θεῶ]ν κ[ατ' εἶ]δο[ς πᾶν ἀ]νυπό[πτευ]τον
Epicur.
Fr
.[17] 3.4, cf. [37] 12.6.