ἀνυπόπτευτος, -ον


que no despierta recelo τὸ] γὰρ τῶν [θεῶ]ν κ[ατ' εἶ]δο[ς πᾶν ἀ]νυπό[πτευ]τον Epicur.Fr.[17] 3.4, cf. [37] 12.6.