ἀντίταγμα, -ματος, τό
1 fuerza militar de represión
ἀντίταγμα κατασκευάζων ταῖς πολιτικαῖς δυνάμεσινD.S.11.67, cf. Plu.Cleom.23.
2 rival, oponente político, antagonista
πρὸς τὴν Κλέωνος βδελυρίανPlu.Nic.2,
πρὸς τὴν Πομπηίου τυραννίδαPlu.Luc.38.