< ἀντίστοιχος
ἀντιστορέννυμι >
ἀντίστομος
,
-ον
situado frente a frente
ἡ φάλαγξ
Ascl.
Tact
.11.3,
διφαλαγγία
Arr.
Tact
.29.2, Ael.
Tact
.37.3, Hsch.