ἀντίσπασμα, -ματος, τό
1 milit. distracción
γενομένου δ' ἀντισπάσματοςPlb.2.18.3, cf. D.S.20.86, I.AI 19.65, c. gen.
τῆς φυγῆςPh.1.459.
2 causa de disensión
ἀντίσπασμα δ' ἦν αὐτοῖςI.AI 17.36.
γενομένου δ' ἀντισπάσματοςPlb.2.18.3, cf. D.S.20.86, I.AI 19.65, c. gen.
τῆς φυγῆςPh.1.459.
ἀντίσπασμα δ' ἦν αὐτοῖςI.AI 17.36.