ἀντισπασμός, -οῦ, ὁ


1 espasmo, convulsión ὦ Ζεῦ, δεινῶν ἀντισπασμῶν Ar.Lys.967.

2 flujo y reflujo de la marea Κράτης ὁ γραμματικὸς τὸν ἀντισπασμὸν τῆς θαλάσσης αἰτιᾶται Placit.3.17.7.