< ἀντικτῠπέω
ἀντικυδαίνω >
ἀντίκτῠπος
,
-ον
resonante
ἠχώ
Nonn.
D
.18.203, cf. 17.228,
ὀμφή
Nonn.
Par.Eu.Io
.8.39.