ἀντικτῠπέω
1 entrechocar, chocar contra c. dat.
ἀντικτυποῦντος (λέβητος) τοῦ πρώτου τῷ δευτέρῳAP 14.10, fig.
ΠέρσαιςAP 16.221 (Theaet.Schol.).
2 abs. resonar
πατάγου ... πανταχόσε ἀντικτυποῦντοςProcop.Goth.2.23.25.
ἀντικτυποῦντος (λέβητος) τοῦ πρώτου τῷ δευτέρῳAP 14.10, fig.
ΠέρσαιςAP 16.221 (Theaet.Schol.).
πατάγου ... πανταχόσε ἀντικτυποῦντοςProcop.Goth.2.23.25.