< ἀντικλίνω
Ἄντικλος >
ἀντίκλισις
,
-εως, ἡ
gram.
variante de flexión
,
alomorfo
p. ej.
ἐλόωσιν / ἐλαύνουσιν
Sch.Opp.
H
.1.59.