< ἀντίκλησις
ἀντίκλισις >
ἀντικλίνω
• Prosodia:
[-ῑ-]
1
inclinar la cabeza en respuesta
πάλιν ἀντέκλινεν
Musae.107.
2
oponerse
πρὸς τὴν συγκατάθεσιν
Nil.M.79.816B.